Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
I
сов. перех.
см. вынашивать.
II
несов. перех.
1) а) Неся, удалять откуда-л., доставлять куда-л.
б) перен. Брать тайком, похищать.
2) а) Увлекать силой своего движения, течения (о воде, ветре и т.п.).
б) Течением воды, потоком воздуха выкидывать, выталкивать.
в) перен. Заставляя кого-л. двигаться вместе с собою, удалять откуда-л., приводить куда-л. (о массе, толпе).
3) Направлять движение чего-л.
4) а) перен. Выдвигать, выставлять вперед.
б) разг.-сниж. Выбивать, выталкивать резким движением, толчком.
5) перен. Получать опыт, впечатление в результате наблюдения, ознакомления с чем-л., изучения чего-л.
6) а) перен. Располагать что-л. в некотором отдалении, в стороне от чего-л.
б) Помещать какую-л. часть отдельно от остального текста, отделять каким-л. образом часть текста.
7) перен. Выдерживать какую-л. физическую нагрузку, тяжесть.
8) а) Переносить трудности, испытания, страдания и т.п.
б) разг. Терпеть кого-л., что-л.
в) разг. Переносить недуг.